- παράνυφος
- οθηλ. -νύφη αυτός που αλλάζει τα στεφάνια στο γάμο, κουμπάρος, κουμπάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παράνυμφος — ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ν αυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα κατά την ιεροτελεστία τού γάμου, ο κουμπάρος νεοελλ. το θηλ. κόρη που συνοδεύει τη νύφη στην τελετή τού γάμου μσν. αρχ. φίλος τού γαμπρού ο οποίος τόν συνόδευε και οδηγούσε τη νύφη από το … Dictionary of Greek